ΔΠΗ
τσουπαρώνα, η [tʃupa’rona]: ομορφοκόριτσο.’Είναι μια τσουπαρώνα αυτή!’ [< τσούπ(α) –άρ(α) -ώνα].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: