τσιλιμίγκρας, ο [tsili’mingras]

τσιλιμίγκρας, ο [tsili’mingras]: ο μικρόσωμος. ‘Κοίτα τον! Σαν τσιλιμίγκρας είναι!’


Δημοσιεύτηκε

σε

από