τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]

τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]: κάνω κάποιον να υποφέρει. [μσν. τσιγαρίζω < βεν. cigar < ιταλ. zigare < ηχομιμ. λέξη].


Δημοσιεύτηκε

σε

από