τσιγκλάω [tsi’glao]

τσιγκλάω [tsi’glao]: πειράζω, ενοχλώ. [ίσως < τσιγκέλ(ι) -ίζω με συγκ. του άτ. [e] και μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τσιγκλισ-].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: