τσατουμάς, ο [tsatu’mas]

τσατουμάς, ο [tsatu’mas]: λεπτό χώρισμα σπιτιού από πήχεις, ή καλάμια κολλημένα με χώμα. [τουρκ. çatma ανάπτυξη /u/].


Δημοσιεύτηκε

σε

από