τσατάλα, η [tsa’tala]: κομμάτι ξύλου με διακλάδωση που το χρησιμοποιούσαν για άγκιστρο. [τουρκ. çatal -α].
τσατάλα, η [tsa’tala]
από
Ετικέτες:
τσατάλα, η [tsa’tala]: κομμάτι ξύλου με διακλάδωση που το χρησιμοποιούσαν για άγκιστρο. [τουρκ. çatal -α].
από
Ετικέτες: