τσαπέλα, η [tsa’pela]

τσαπέλα, η [tsa’pela]: το παραγινωμένο σύκο προς αποξήρανση. [ιταλ. ciambella ή βεν. zambela ‘γλυκό σε φόρμα δαχτυλιδιού΄ και συνεκδ. κάθε παρόμοιο σχήμα (αποηχηροπ. του μεσοφ. [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από