τσαναμπέτης, ο [tsana’mbetis]

τσαναμπέτης, ο  [tsana’mbetis]: αυτός που δεν έχει τρόπους, κατεργάρης. [τουρκ. cenabet ‘ακάθαρτος’ -ης].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από