ΔΠΗ
τσαλαφός, -ή, -ο [tsala’fos]: ο μισότρελος, ο ανόητος.
Βλ. επίσης: https://www.slang.gr/definition/24810-tsalafos
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: