τσίτσιδι [tsi’tsiði]

τσίτσιδι [tsi’tsiði]:  χωρίς ρούχα, με εντελώς γυμνό σώμα. [τσιτσ(ί) -ιδι < πρβ. ιταλ. ciccia, cicci].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: