τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]

τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]: τα άγουρα αμύγδαλα: ‘Είναι τελείως τσίγδανα’ (είναι αγίνωτα).


Δημοσιεύτηκε

σε

από