τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]

τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]: αυτός που έχει μεγάλα κοπάδια ζώων: ‘Αυτός είναι τσέλιγκας. Κατέχει ούλο το χωριό!’ [< σλαβ. çelnik ‘αρχηγός’ -ας].


Δημοσιεύτηκε

σε

από