τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]

τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]: το κοτσάνι του σταφυλιού: ‘Είναι όλο τσέγκουρο’ (όταν το σταφύλι και δεν έχει καρπό).


Δημοσιεύτηκε

σε

από