τσάμπουρο, το [‘tsamburo]

τσάμπουρο, το [‘tsamburo]: ο σκελετός χωρίς τις ρώγες του σταφυλιού. [τσαμπ(ί) -ουρο < μσν. τσαμπί < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα΄ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] ].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από