τριβόλια, τα [tri’voʎa]: αγκαθωτό ζιζάνιο· τρίβολος. Φράση: ‘με πιάνουν τα διαόλια μου και τα τριβόλια μου’ (με πιάνουν τα νεύρα μου και βγαίνω εκτός εαυτού). [μσν. τριβό λι(ο)ν υποκορ. του αρχ. τρίβολος].
τριβόλια, τα [trivo’ʎa]
από
Ετικέτες:
τριβόλια, τα [tri’voʎa]: αγκαθωτό ζιζάνιο· τρίβολος. Φράση: ‘με πιάνουν τα διαόλια μου και τα τριβόλια μου’ (με πιάνουν τα νεύρα μου και βγαίνω εκτός εαυτού). [μσν. τριβό λι(ο)ν υποκορ. του αρχ. τρίβολος].
από
Ετικέτες: