τρεμοκουρκίζω [tremoku’rkizo]

τρεμοκουρκίζω [tremoku’rkizo]: κρυώνω, τρέμω από το πολύ κρύο < τρέμ(ω) –ο- μσν. τουρτουρίζω < ελνστ. ταρταρίζω ( [a > u] από επίδρ. του [r] ) < Τάρταρος].

Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω-tremokukurizo/

Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω/

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

 


Δημοσιεύτηκε

σε

από