τράστο, το [‘trasto]: ταγάρι αργαλειού. [μσν. τάγιστρον < ταγισ- (ταγίζω δες στο ταΐζω) -τρον > *τάιστρο με αποβ. του μεσοφ. [j] > *τάστρο με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ. > τράστο με μετάθ. του [r] ].
Και: https://ilialang.gr/ταγάρι-το/
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o