τράμπα, η [‘tramba]

τράμπα, η [‘tramba]: η εμπορική συναλλαγή με ανταλλαγή προϊόντων. [τουρκ. trampa < ιταλ. (διαλεκτ.) trampa ‘εξαπάτηση΄].


Δημοσιεύτηκε

σε

από