στουμπί, το [stu’mbi]

στουμπί, το [stu’mbi]: πέτρα λεία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσουμε κπ. [στούμπ(ος) -ί].

Και: https://ilialang.gr/στούμπακας-στουμπί/


Δημοσιεύτηκε

σε

από