τούρκος, ο [‘turkos]: α. (μτφ.) για φαγητό ή ποτό με πολύ αψιά γεύση: ‘Aυτό το ξίδι είναι τούρκος’. β. (ως επιθ.) σκληρός [μσν. Τούρκος < τουρκ. türk -ος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
τούρκος, ο [‘turkos]: α. (μτφ.) για φαγητό ή ποτό με πολύ αψιά γεύση: ‘Aυτό το ξίδι είναι τούρκος’. β. (ως επιθ.) σκληρός [μσν. Τούρκος < τουρκ. türk -ος].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: