τουρλόκωλα [tu’rlokola]

τουρλόκωλα [tu’rlokola]: (επιρρ.) μπρούμυτα. [< τούρλ(α) –ο- κώλ(ος) –α].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: