τουρλοκώλι, το [turlo’koli]

τουρλοκώλι, το [turlo’koli]: το στρογγυλό χωράφι. [μσν. τρουλλωτός ‘που έχει τρούλο΄ με μετάθ. του [r] < τρουλλώ(νω) -τός < τουρλ(ωτός) + κώλ(ος) -ι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από