ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
τουμπάκι, το [tu’mbaki]
τουμπάκι, το [tu’mbaki]: μικρός λόφος. [< τούμπ(α) –άκι].
Δημοσιεύτηκε
24 Οκτωβρίου, 2019
σε
Τ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ-ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΟ