τυλώνω [ti’lono]

τυλώνω [ti’lono]: χορταίνω: ‘Την τύλωσα την μπάκα μου’ (χόρτασα). [αρχ. τυλ(ῶ) ‘κάνω κτ. σκληρό σαν κάλο’ -ώνω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: