τζαμιλίκι, το [dzami’liki]: α. ξύλινο συνήθ. πλαίσιο, όπου τοποθετείται το τζάμι στα παράθυρα ή στις πόρτες. β. τα γυαλιά [τουρκ. camlιk ‘χώρος κλεισμένος με τζάμι’ -ι και ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.].
τζαμιλίκι, το [dzami’liki]
από
Ετικέτες: