τζάντζαλο, το [‘dzandzalo]

τζάντζαλο, το [‘dzandzalo]: κουρέλι. [μσν. *τζάντζαλο (πρβ. μσν. τζάντζαλος ‘κουρελιάρης’) ίσως από τα αραβ.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από