ταχιά [ta’ça]

ταχιά [ta’ça]: επίρρ. χρον.: α. αύριο πρωί πρωί: ‘θα ξεκινήσουμε ταχιά ταχιά’. β. σύντομα: ‘ταχιά θα λογαριαστούμε’. [μσν. ταχιά < αρχ. ταχέα ουδ. πληθ. του επιθ. ταχύς με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: