ταρναρίζομαι [tarna’rizome]: ταλαντεύομαι, λικνίζομαι. [ίσως, ελνσ. ταλανίζω < ταλανίζομαι].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
ταρναρίζομαι [tarna’rizome]: ταλαντεύομαι, λικνίζομαι. [ίσως, ελνσ. ταλανίζω < ταλανίζομαι].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o