ταπέτο, το [ta’peto]

ταπέτο, το [ta’peto]: χαλί. [αντδ. < ιταλ. tappeto < λατ. tappetum < αρχ. ταπητ- (τάπης δες στο τάπητας)].


Δημοσιεύτηκε

σε

από