ταμπουράς, ο [tambu’ras]: γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου. Φράση (μτφ): η κοιλιά του βαράει* ταμπουρά. [μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura -ς (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)].
Και: https://ilialang.gr/νταμπουράς/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o