ταμαχιάρης, -α, -ικο [tama’çaris]: α. πλεονέκτης, λαίμαργος, αχόρταγος. β. δουλευταράς. [ταμάχ(ι) -ιάρης (πρβ. τουρκ. tamahkâr)].
Και: https://ilialang.gr/νταμαχιάρης/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
ταμαχιάρης, -α, -ικο [tama’çaris]: α. πλεονέκτης, λαίμαργος, αχόρταγος. β. δουλευταράς. [ταμάχ(ι) -ιάρης (πρβ. τουρκ. tamahkâr)].
Και: https://ilialang.gr/νταμαχιάρης/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o