ΔΠΗ
ταγάρι, το [ta’γari]: σακούλι μάλλινο. [μσν. ταγάριον υποκορ. του ελνστ. ταγ(ή) -άριον > -άρι].
Και: https://ilialang.gr/τράστο-το/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: