ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
ταβουλιάστηκα [tavu’ʎastika]
ταβουλιάστηκα [tavu’ʎastika]: έφαγα πολύ, πρήστηκα.
http:ilialang.gr/wp-content/uploads/Ταβουλιάστηκα.mp3
Δημοσιεύτηκε
29 Νοεμβρίου, 2018
σε
Τ
από
admin
Ετικέτες:
ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
,
ΡΗΜΑ