τάχατες [‘taxates]: (επίρρ.) τάχα. [< τάχα με προσθήκη του -τε αναλ. προς το κάποτε· προσθήκη του -ς αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: χτες].
Και: https://ilialang.gr/τάχατε-taxate/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o