τάβλα, η [‘tavla]: Φράση: ‘γίνομαι / είμαι τάβλα’ (στο μεθύσι), μεθώ πάρα πολύ. [ελνστ. τάβλα (μαρτυρείται στη σημ.: ‘τραπέζι για ζάρια’, η σημερ. σημ. μσν.) < υστλατ. *tabla (πρβ. γαλλ. table ‘τραπέζι’) < λατ. tabula].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o