σώνω [‘sono]: α. τελειώνω. β. καταναλίσκω ή ξοδεύω κτ.: ‘Σώθηκε το ψωμί. Σώθηκαν τα λεφτά’. [μσν. σώνω < αρχ. σῴζω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. σωσ- κατά το σχ.: χασ- (έχασα) – χάνω].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o,
http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf