σύρτης, ο [‘sirtis]

σύρτης, ο [‘sirtis]: α. εξάρτημα της κλειδωνιάς. β. (μτφ.) αυτός που μεταφέρει κλεμμένα ζώα από τόπο σε τόπο. [ελνστ. σύρτης ‘σκοινί για τράβηγμα’].

Και: https://ilialang.gr/μάνταλο-το-mandalo/


Δημοσιεύτηκε

σε

από