σομάρα, η [so’mara]

σομάρα, η [so’mara]: λιποθυμία, αδιαθεσία.

Και: https://ilialang.gr/σομάδα-η/

Και: https://ilialang.gr/σιομάδα-ή-σομάδα/


Δημοσιεύτηκε

σε

από