σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]

σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]: α. η μικρή αράχνη. β. (μτφ.) το ζωηρό μωράκι. [μσν. σφαλάγγ(ι ) -ακι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s] 😉 -άκι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από