συχαρίκι, το [sixa’riki]: το φιλοδώρημα σε αναγγελία καλής είδησης. [μσν. συγχαρίκια με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ‘συγχαρητήρια δώρα΄ < συγχαρ- (συγχαίρω) -ίκια, πληθ. του -ίκιον > -ίκι].
συχαρίκι, το [sixa’riki]
από
Ετικέτες:
συχαρίκι, το [sixa’riki]: το φιλοδώρημα σε αναγγελία καλής είδησης. [μσν. συγχαρίκια με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ‘συγχαρητήρια δώρα΄ < συγχαρ- (συγχαίρω) -ίκια, πληθ. του -ίκιον > -ίκι].
από
Ετικέτες: