συνεμπαίνω [sine’mbeno]

συνεμπαίνω [sine’mbeno]: ανακατεύομαι: ‘Μην συνεμπαίνεις στο ζευγάρι’. [συν -μπαίνω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: