συμπολιάζω [sibo’ʎazo]

συμπολιάζω [sibo’ʎazo]: ταιριάζω. [< συ(ν) –μπόλ(ι) –ιάζω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: