συκοβάλλω [siko’valo]

συκοβάλλω [siko’valo]: συκοφαντώ, κακολογώ. [< συκο(φαντώ) + βάλλω].

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: