στραβόξυλο, το [stra’vοksilo]

στραβόξυλο, το [stra’vοksilo]: χαρακτηρισμός δύστροπου και ισχυρογνώμονα ανθρώπου: ‘Είσαι τελείως στραβόξυλο’ [< στραβ(ός) –ο- ξυλο ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από