στραβούλιακας, ο [stra’vuʎakas]: άνθρωπος που δε βλέπει ή που δε βλέπει καλά. [στραβ(ός) -ούλιακας].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
στραβούλιακας, ο [stra’vuʎakas]: άνθρωπος που δε βλέπει ή που δε βλέπει καλά. [στραβ(ός) -ούλιακας].
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: