στούμπακας, ο [‘stubakas]: πέτρα λεία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για χτύπημα. [< στούμπ(ος) -ακας].
Και: https://ilialang.gr/το-στουμπί-stubi/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
στούμπακας, ο [‘stubakas]: πέτρα λεία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για χτύπημα. [< στούμπ(ος) -ακας].
Και: https://ilialang.gr/το-στουμπί-stubi/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
από
Ετικέτες: