στουφώνω [stu’fono]

στουφώνω [stu’fono]: πνίγομαι: ‘Στούφωσα απ’ τη βρώμα’.

Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από