στουρνάρι, το [stu’rnari]= 1. (λαϊκότρ.) α. τσακμακόπετρα. β. κάθε πέτρα σκληρή και αιχμηρή. || (επέκτ.) τόπος όλο στουρνάρια και αγκάθια. 2. (μτφ., οικ., μειωτ.) για άνθρωπο αμόρφωτο, άξεστο ή κουτό: Είναι ~, ο τελευταίος μαθητής στην τάξη. Tέτοιο ~ που είναι, πώς περιμένεις να καταλάβει! [ίσως < *στορυνάριον υποκορ. του ελνστ. στορύνη ‘νυστέρι΄, με επέκτ. της σημ. για κοφτερές πέτρες, συγκ. του άτ. [i] και τροπή [o > u] από επίδρ. του συμπλ. [rn] ;].
στουρνάρι, το [stu’rnari]
από
Ετικέτες: