στενοβουρλίδα, η [stenovu’rliða]

στενοβουρλίδα, η [stenovu’rliða]: α. στενή λωρίδα χωραφιού. β. στενό παντελόνι. [< στεν(ός) –ο- βούρλ(ο) ίδα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από