στανοτόπια, τα [stano’topʝa]

στανοτόπια, τα [stano’topʝa]: χωράφι που νοικιάζεται προκειμένου να βοσκίσουν τα ζώα. [< στάν(η) -ο- τόπ(ος) -ια].


Δημοσιεύτηκε

σε

από